- προθυρώα
- (I)ἡ, Ατο πρόθυρο, η αυλόπορτα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. ενός αμάρτυρου επιθ. *προθυρῷος (πρβλ. προικ-ῴος)].————————(II)τὰ, Μτα μέρη που βρίσκονται στα πρόθυρα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *προθυρ-ῷος].
Dictionary of Greek. 2013.